- διερύκω
- διερύκω [pron. full] [ῡ],A keep off, Arat.299 (tm.); hinder,
ἁψιμαχίαν Plu. Lyc.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁψιμαχίαν Plu. Lyc.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διερύκω — (Α) [ερύκω] αποκρούω, εμποδίζω … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
διερύκων — διερύ̱κων , διερύκω keep off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)